διάγγελος

διάγγελος
ο (AM διάγγελος)
1. ο διαγγελέας
2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius)
νεοελλ.
1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος τής Αυστριακής Μοναρχίας
2. διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα, internuntius ή intemuncius
αρχ.
ο απεσταλμένος για διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα ο μυστικός πληροφοριοδότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάγγελος — messenger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγγέλοις — διάγγελος messenger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγγέλους — διάγγελος messenger masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγγέλων — διάγγελος messenger masc gen pl διαγελάω laugh at imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διαγελάω laugh at imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγγελε — διάγγελος messenger masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγγελοι — διάγγελος messenger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγγελον — διάγγελος messenger masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγγέλλω — (AM διαγγέλλω) [διάγγελος] 1. κοινοποιώ επίσημα με διαγγελέα 2. διαβιβάζω διαταγή, γνωστοποίηση με αγγελιαφόρο αρχ. 1. εντέλλομαι, διατάζω 2. διαδίδω 3. μέσ. πληροφορούμε ο ένας τον άλλο …   Dictionary of Greek

  • διαγγελία — η (AM διαγγελία) [διάγγελος] η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα …   Dictionary of Greek

  • μετάγγελος — μετάγγελος, ό, ἡ (Α) αυτός που μεταβιβάζει ειδήσεις, αγγελίες, διάγγελος, αγγελιαφόρος («Ἶριν θ , ἥ τε θεοῑσι μετάγγελος ἀθανάτοισι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἄγγελος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”