διάγγελος — messenger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγγέλοις — διάγγελος messenger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγγέλους — διάγγελος messenger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγγέλων — διάγγελος messenger masc gen pl διαγελάω laugh at imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διαγελάω laugh at imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγγελε — διάγγελος messenger masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγγελοι — διάγγελος messenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγγελον — διάγγελος messenger masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγγέλλω — (AM διαγγέλλω) [διάγγελος] 1. κοινοποιώ επίσημα με διαγγελέα 2. διαβιβάζω διαταγή, γνωστοποίηση με αγγελιαφόρο αρχ. 1. εντέλλομαι, διατάζω 2. διαδίδω 3. μέσ. πληροφορούμε ο ένας τον άλλο … Dictionary of Greek
διαγγελία — η (AM διαγγελία) [διάγγελος] η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα … Dictionary of Greek
μετάγγελος — μετάγγελος, ό, ἡ (Α) αυτός που μεταβιβάζει ειδήσεις, αγγελίες, διάγγελος, αγγελιαφόρος («Ἶριν θ , ἥ τε θεοῑσι μετάγγελος ἀθανάτοισι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek